κεροτυπούμεναι

κεροτυπούμεναι
κεροτυπέω
butt with horns
pres part mp fem nom/voc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεροτυπώ — κεροτυπῶ, έω (Α) 1. κερατίζω, χτυπώ με τα κέρατα 2. παθ. κεροτυποῡμαι, όομαι (μτφ) προσβάλλομαι, χτυπιέμαι άγρια («νῆες κεροτυπούμεναι χειμῶνι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + τυπῶ (< τύπος < τύπος < τύπτω), πρβλ. ζηλο τυπώ, πρωτο τυπώ] …   Dictionary of Greek

  • ομβροκτύπος — ὀμβροκτύπος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που συνοδεύεται από ραγδαία βροχή («αἱ δὲ κεροτυπούμεναι βίᾳ χειμῶνι τυφῶ σὺν ζάλῃ τ ὀμβροκτύπῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + κτύπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”